μακροημέρευσις

μακροημέρευσις
μακροημέρευσις
length of days
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μακροημερεύσει — μακροημέρευσις length of days fem nom/voc/acc dual (attic epic) μακροημερεύσεϊ , μακροημέρευσις length of days fem dat sg (epic) μακροημέρευσις length of days fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροημέρευσιν — μακροημέρευσις length of days fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροημέρευση — η (AM μακροημέρευσις) [μακροημερεύω] η παράταση τών ημερών τής ζωής, μακροβιότητα, μακροζωία («χαρὰν καὶ μακροημέρευσιν», ΠΔ) νεοελλ. η μεγάλη διάρκεια ενός γεγονότος …   Dictionary of Greek

  • μακροημερεύσῃ — μακροημερεύσηι , μακροημέρευσις length of days fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”